τρέχοντα
ἡ θυγάτηρ (τρέχω)
πεινῶντι
βοῶντος
βοῶσαν
τῷ δούλῷ (πεινάω)
τρέχων
ὁ δεσπότης (βοάω)
ὁ κύων (τρέχω)
τὴν δέσποιναν (βοάω)
τῆς δούλης (πεινάω)
τοῦ δεσπότου (βοάω)
πεινώσης
ἡ δούλη (πεινάω)
βοῶν
πεινῶσα
τὸν κύνα (τρέχω)
τρέχουσα