το συμπίλημα
στεντόρειος -α -ο
σόλοικος -η -ο
σιτηρέσιο
στρυφνός -ή -ό
συλλήβδην
συμφυής -ής -ές
τα συμπαρομαρτούντα
συνονθύλευμα
στηλιτεύω, -ομαι
για φωνή δυνατή και σταθερή
συσσώρευση ετερόκλητων πραγμάτων ή στοιχείων χωρίς οργανική σύνδεση
1. επακόλουθα, παρεπόμενα. 2. ό,τι αποτελεί συμπλήρωμα
αποδοκιμάζω, επικρίνω κπ. ή κτ. με ιδιαίτερη οξύτητα και συνήθ. δημόσια
όλοι ή όλα μαζί, χωρίς εξαίρεση, συχνά με επικριτική χροιά
1.(για πρόσ.) που είναι δύστροπος, ιδιότροπος 2. (για λόγο) που είναι δύσκολος στην κατανόηση
η ημερήσια τροφή των στρατιωτών, καθώς και το επίδομα που δίνεται στους στρατιώτες για την αγορά τροφής.
1. για προφορικό ή για γραπτό λόγο που παρουσιάζει συντακτικά λάθη. || για κπ. που κάνει συντακτικά λάθη. 2. (μτφ.) για κτ. που θεωρείται ανάρμοστο ή απρεπές
που φυτρώνει, δημιουργείται μαζί με κτ. άλλο, που υπάρχει εκ φύσεως· έμφυτος, σύμφυτος
πνευματικό έργο χωρίς καμιά πρωτοτυπία